υπερεντείνω

υπερεντείνω
μετ. перенапрягать; чрезмерно интенсифицировать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υπερεντείνω" в других словарях:

  • υπερεντείνω — Ν τεντώνω κάτι πέρα από το κανονικό, τσιτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + εντείνω. Η λ., στον λόγιο τ. τού απρμφ. ὑπερεντείνειν, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπερένταση — η, Ν υπέρμετρη τάση, υπέρμετρο τέντωμα 2. (ηλεκτρολ.) ρεύμα που παράγεται κατά τη στιγμή τής διακοπής ή τής σύνδεσης τού κυκλώματος και τού οποίου η ένταση είναι μεγαλύτερη από τού αρχικού ρεύματος 3. (κυρίως μτφ.) α) υπέρμετρη ένταση… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»